συναποδοκιμάζω

to join in reprobating

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συναποδοκιμάζω)
LSJ (συναποδοκιμάζω)
Short Defs (συναποδοκιμάζω)
Middle Liddell (συναποδοκιμάζω)

Morphological Data

συναποδοκιμάζω VERB