συναλαλάζω
to cry aloud together
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συναλαλάζω)
LSJ
(συναλαλάζω)
Short Defs
(συναλαλάζω)
Middle Liddell
(συναλαλάζω)
Morphological Data
συναλαλάζω
VERB