συνακολουθέω

to follow closely, to accompany

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνακολουθέω)
LSJ (συνακολουθέω)
Short Defs (συνακολουθέω)
Lexicon Thucydideum (συνακολουθέω)
Middle Liddell (συνακολουθέω)

Morphological Data

συνακολουθέω VERB