συναισθάνομαι
to perceive also
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συναισθάνομαι)
LSJ
(συναισθάνομαι)
Short Defs
(συναισθάνομαι)
Middle Liddell
(συναισθάνομαι)
Morphological Data
συναισθάνομαι
VERB
συναισθάνομαι
NOUN
συναισθάνομαι
ADV
συναισθάνομαι
ADJ