συμφράζομαι
to join in considering, to take counsel with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συμφράζομαι)
LSJ
(συμφράζομαι)
Short Defs
(συμφράζομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(συμφράζομαι)
Morphological Data
συμφράζομαι
VERB