συμφορέω
to bring together, to gather, collect, heap up
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συμφορέω)
LSJ
(συμφορέω)
Short Defs
(συμφορέω)
Lexicon Thucydideum
(συμφορέω)
Middle Liddell
(συμφορέω)
Morphological Data
συμφορέω
VERB