συμφιλοτιμέομαι
to join in zealous efforts
Dictionaries
LSJ
(συμφιλοτιμέομαι)
Short Defs
(συμφιλοτιμέομαι)
Middle Liddell
(συμφιλοτιμέομαι)
Morphological Data
συμφιλοτιμέομαι
VERB