συμπροθυμέομαι
to have equal desire with, share in eagerness with
Dictionaries
LSJ
(συμπροθυμέομαι)
Short Defs
(συμπροθυμέομαι)
Lexicon Thucydideum
(συμπροθυμέομαι)
Morphological Data
συμπροθυμέομαι
VERB