συμποσίαρχος
the president of a drinking-party, toastmaster
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συμποσίαρχος)
LSJ
(συμποσίαρχος)
Short Defs
(συμποσίαρχος)
Middle Liddell
(συμποσίαρχος)
Morphological Data
συμποσίαρχος
NOUN