συμπαρακομίζω
to carry along the coast with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συμπαρακομίζω)
LSJ
(συμπαρακομίζω)
Short Defs
(συμπαρακομίζω)
Lexicon Thucydideum
(συμπαρακομίζω)
Morphological Data
συμπαρακομίζω
VERB