συμπαραγίγνομαι

to be ready at the same time

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμπαραγίγνομαι)
LSJ (συμπαραγίγνομαι)
Short Defs (συμπαραγίγνομαι)
Lexicon Thucydideum (συμπαραγίγνομαι)
Middle Liddell (συμπαραγίγνομαι)

Morphological Data

συμπαραγίγνομαι VERB