συμμετεωρίζομαι
to be raised together
Dictionaries
LSJ
(συμμετεωρίζομαι)
Short Defs
(συμμετεωρίζομαι)
Middle Liddell
(συμμετεωρίζομαι)
Morphological Data
συμμετεωρίζομαι
VERB