συμμεταβάλλω
to change along with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συμμεταβάλλω)
LSJ
(συμμεταβάλλω)
Short Defs
(συμμεταβάλλω)
Middle Liddell
(συμμεταβάλλω)
Morphological Data
συμμεταβάλλω
VERB