συγκοιμάομαι
to sleep with, lie with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συγκοιμάομαι)
LSJ
(συγκοιμάομαι)
Short Defs
(συγκοιμάομαι)
Middle Liddell
(συγκοιμάομαι)
Morphological Data
συγκοιμάομαι
VERB