συγκλονέω
to dash together, confound utterly
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συγκλονέω)
LSJ
(συγκλονέω)
Short Defs
(συγκλονέω)
Cunliffe (Lex Entries)
(συγκλονέω)
Morphological Data
συγκλονέω
VERB