συγκινδυνεύω
to incur danger along with
Dictionaries
LSJ
(συγκινδυνεύω)
Short Defs
(συγκινδυνεύω)
Lexicon Thucydideum
(συγκινδυνεύω)
Morphological Data
συγκινδυνεύω
VERB
συγκινδυνεύω
ADJ