συγκεφαλαιόω
to bring together under one head, to sum up
Dictionaries
LSJ
(συγκεφαλαιόω)
Short Defs
(συγκεφαλαιόω)
Middle Liddell
(συγκεφαλαιόω)
Morphological Data
συγκεφαλαιόω
VERB