συγκατοικίζω
to colonise jointly, join in colonising
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συγκατοικίζω)
LSJ
(συγκατοικίζω)
Short Defs
(συγκατοικίζω)
Lexicon Thucydideum
(συγκατοικίζω)
Morphological Data
συγκατοικίζω
VERB