συγκαταψεύδομαι

to join in a lie against

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συγκαταψεύδομαι)
LSJ (συγκαταψεύδομαι)
Short Defs (συγκαταψεύδομαι)

Morphological Data

συγκαταψεύδομαι VERB