συγκαταλαμβάνω

to seize, take possession of together

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συγκαταλαμβάνω)
LSJ (συγκαταλαμβάνω)
Short Defs (συγκαταλαμβάνω)
Lexicon Thucydideum (συγκαταλαμβάνω)

Morphological Data

συγκαταλαμβάνω VERB