συγγυμναστής
a companion in bodily exercises
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συγγυμναστής)
LSJ
(συγγυμναστής)
Short Defs
(συγγυμναστής)
Middle Liddell
(συγγυμναστής)
Morphological Data
συγγυμναστής
NOUN