στρόμβος

a body rounded

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρόμβος)
LSJ (στρόμβος)
Short Defs (στρόμβος)
Cunliffe (Lex Entries) (στρόμβος)
Middle Liddell (στρόμβος)

Morphological Data

στρόμβος NOUN