στρωματοφύλαξ
one who has the care of the bedding
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(στρωματοφύλαξ)
LSJ
(στρωματοφύλαξ)
Short Defs
(στρωματοφύλαξ)
Morphological Data
στρωματοφύλαξ
NOUN