στρεπτός
flexible, pliant; (subst.) necklace
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(στρεπτός)
LSJ
(στρεπτός)
Anabasis Mather
(στρεπτός)
Short Defs
(στρεπτός)
Cunliffe (Lex Entries)
(στρεπτός)
Middle Liddell
(στρεπτός)
Morphological Data
στρεπτός
ADJ
στρεπτός
NOUN
στρεπτός
ADV
στρεπτός
VERB