στρατόπεδον

the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρατόπεδον)
LSJ (στρατόπεδον)
Short Defs (στρατόπεδον)
Lexicon Thucydideum (στρατόπεδον)
Middle Liddell (στρατόπεδον)

Morphological Data

στρατόπεδον NOUN