στρατιῶτις

(ναῦς) a troop-transport ship, (fem. adj.) soldier-

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρατιῶτις)
Short Defs (στρατιῶτις)
Lexicon Thucydideum (στρατιῶτις)
Middle Liddell (στρατιῶτις)

Morphological Data

στρατιῶτις NOUN
στρατιῶτις ADJ