στολιδόομαι
to dress oneself in
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(στολιδόομαι)
LSJ
(στολιδόομαι)
Short Defs
(στολιδόομαι)
Middle Liddell
(στολιδόομαι)
Morphological Data
στολιδόομαι
VERB