στερρός
stiff, firm, solid, strong
barren
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(στερρός)
LSJ
(στερρός)
LSJ
(στερρός)
Short Defs
(στερρός)
Short Defs
(στερρός2)
Morphological Data
στερρός
ADJ
στερρός
ADV