σπονδοφόρος

one who brings proposals for a truce

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σπονδοφόρος)
LSJ (σπονδοφόρος)
Short Defs (σπονδοφόρος)
Middle Liddell (σπονδοφόρος)

Morphological Data

σπονδοφόρος NOUN