σμερδνός

terrible to look on, fearful, aweful, direful

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σμερδνός)
LSJ (σμερδνός)
Short Defs (σμερδνός)
Cunliffe (Lex Entries) (σμερδνός)
Middle Liddell (σμερδνός)

Morphological Data

σμερδνός ADJ