σκοπός

one that watches; a target

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σκοπός)
LSJ (σκοπός)
Short Defs (σκοπός)
Cunliffe (Lex Entries) (σκοπός)
Lexicon Thucydideum (σκοπός)

Morphological Data

σκοπός NOUN