σκηρίπτομαι
to support oneself
Dictionaries
Short Defs
(σκηρίπτομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(σκηρίπτομαι)
Middle Liddell
(σκηρίπτομαι)
Morphological Data
σκηρίπτομαι
VERB