σκαλαθυρμάτιον

a petty quibble

Dictionaries

LSJ (σκαλαθυρμάτιον)
Short Defs (σκαλαθυρμάτιον)
Middle Liddell (σκαλαθυρμάτιον)

Morphological Data

σκαλαθυρμάτιον NOUN