σιδηροφορέω

to bear iron, wear arms, go armed

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σιδηροφορέω)
LSJ (σιδηροφορέω)
Short Defs (σιδηροφορέω)
Lexicon Thucydideum (σιδηροφορέω)

Morphological Data

σιδηροφορέω VERB