σαυλοπρωκτιάω
to walk in a swaggering way
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σαυλοπρωκτιάω)
LSJ
(σαυλοπρωκτιάω)
Short Defs
(σαυλοπρωκτιάω)
Morphological Data
σαυλοπρωκτιάω
VERB