σακχυφάντης
one who weaves sackcloth, a sailmaker
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σακχυφάντης)
LSJ
(σακχυφάντης)
Short Defs
(σακχυφάντης)
Middle Liddell
(σακχυφάντης)
Morphological Data
σακχυφάντης
NOUN