πυργοφύλαξ

a tower-guard, warder

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πυργοφύλαξ)
LSJ (πυργοφύλαξ)
Short Defs (πυργοφύλαξ)
Middle Liddell (πυργοφύλαξ)

Morphological Data

πυργοφύλαξ NOUN