πυρίδιον
dim. of πῦρ, fire: spark
dim. of πυρός, wheat
Dictionaries
LSJ
(πυρίδιον1)
LSJ
(πυρίδιον2)
Short Defs
(πυρίδιον)
Short Defs
(πυρίδιον2)
Morphological Data
πυρίδιον
NOUN