πυλαωρός
keeping the gate, a gate-keeper
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πυλαωρός)
LSJ
(πυλαωρός)
Short Defs
(πυλαωρός)
Cunliffe (Lex Entries)
(πυλαωρός)
Morphological Data
πυλαωρός
NOUN