πτερορρυέω
to shed the feathers, moult
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πτερορρυέω)
LSJ
(πτερορρυέω)
Short Defs
(πτερορρυέω)
Middle Liddell
(πτερορρυέω)
Morphological Data
πτερορρυέω
VERB