πρόδομος
chamber entered from the forecourt
before the house
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πρόδομος)
LSJ
(πρόδομος)
LSJ
(πρόδομος)
Short Defs
(πρόδομος)
Short Defs
(πρόδομος2)
Cunliffe (Lex Entries)
(πρόδομος)
Middle Liddell
(πρόδομος)
Middle Liddell
(πρόδομος2)
Morphological Data
πρόδομος
NOUN
πρόδομος
ADJ