πρωταγωνιστέω
to take the lead, play first fiddle
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πρωταγωνιστέω)
LSJ
(πρωταγωνιστέω)
Short Defs
(πρωταγωνιστέω)
Middle Liddell
(πρωταγωνιστέω)
Morphological Data
πρωταγωνιστέω
VERB