πρωκτοτηρέω

to be a watcher of πρωκτοί

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πρωκτοτηρέω)
LSJ (πρωκτοτηρέω)
Short Defs (πρωκτοτηρέω)

Morphological Data

πρωκτοτηρέω VERB