προσπολεμέω
to carry on war against, be at war with another
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσπολεμέω)
LSJ
(προσπολεμέω)
Short Defs
(προσπολεμέω)
Lexicon Thucydideum
(προσπολεμέω)
Morphological Data
προσπολεμέω
VERB