προσοφλισκάνω
to owe besides, to incur besides
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσοφλισκάνω)
LSJ
(προσοφλισκάνω)
Short Defs
(προσοφλισκάνω)
Middle Liddell
(προσοφλισκάνω)
Morphological Data
προσοφλισκάνω
VERB