προσολοφύρομαι

to wail to, vent one's griefs to

Dictionaries

LSJ (προσολοφύρομαι)
Short Defs (προσολοφύρομαι)
Lexicon Thucydideum (προσολοφύρομαι)
Middle Liddell (προσολοφύρομαι)

Morphological Data

προσολοφύρομαι VERB