προσκερδαίνω
to gain besides
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσκερδαίνω)
LSJ
(προσκερδαίνω)
Short Defs
(προσκερδαίνω)
Middle Liddell
(προσκερδαίνω)
Morphological Data
προσκερδαίνω
VERB