προσεπιτέρπομαι
to enjoy oneself still more
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσεπιτέρπομαι)
LSJ
(προσεπιτέρπομαι)
Short Defs
(προσεπιτέρπομαι)
Morphological Data
προσεπιτέρπομαι
VERB