προσεπιστέλλω
to notify, enjoin, command besides
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσεπιστέλλω)
LSJ
(προσεπιστέλλω)
Short Defs
(προσεπιστέλλω)
Lexicon Thucydideum
(προσεπιστέλλω)
Middle Liddell
(προσεπιστέλλω)
Morphological Data
προσεπιστέλλω
VERB