προσεπιλαμβάνω

bandage something to something else; mid. take part with

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προσεπιλαμβάνω)
LSJ (προσεπιλαμβάνω)
Short Defs (προσεπιλαμβάνω)

Morphological Data

προσεπιλαμβάνω VERB